ἀσφαλτώδης

ἀσφαλτώδης
ἀσφαλτ-ώδης, ες,
A full of or like asphalt, Arist. Sens.444b33, Str.7.5.8, etc.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ἀσφαλτώδης — full of masc/fem acc pl (attic epic doric) ἀσφαλτώδης full of masc/fem nom/voc pl (doric aeolic) ἀσφαλτώδης full of masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ασφαλτώδης — ες (Α ἀσφαλτώδης, ες) 1. αυτός που περιέχει άσφαλτο, ο ασφαλτούχος 2. αυτός που μοιάζει με άσφαλτο …   Dictionary of Greek

  • ἀσφαλτώδει — ἀσφαλτώδης full of masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) ἀσφαλτώδης full of masc/fem/neut dat sg ἀσφαλτώδεϊ , ἀσφαλτώδης full of dat sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσφαλτώδη — ἀσφαλτώδης full of neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ἀσφαλτώδης full of masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ἀσφαλτώδης full of masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσφαλτῶδες — ἀσφαλτώδης full of masc/fem voc sg ἀσφαλτώδης full of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσφαλτώδεις — ἀσφαλτώδης full of masc/fem acc pl ἀσφαλτώδης full of masc/fem nom/voc pl (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσφαλτωδῶν — ἀσφαλτώδης full of masc/fem/neut gen pl (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσφαλτώδεσι — ἀσφαλτώδης full of masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσφαλτώδους — ἀσφαλτώδης full of masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άσφαλτος — Στερεός ή ημιστερεός υδρογονάνθρακας, ορυκτός ή παράγωγο του μαζούτ, ένωση άνθρακα, υδρογόνου, οξυγόνου, αζώτου και πιθανόν θείου. Είναι οργανικής προέλευσης και βρίσκεται συνήθως σε αναλογία μικρότερη του 50% μέσα στους πόρους ιζηματογενών… …   Dictionary of Greek

  • -ώδης — ΝΜΑ β συνθετικό επιθέτων τής Αρχαίας Ελληνικής, που ανάγεται στο θέμα οδ τού ρήματος ὄζω* «έχω μυρωδιά, μυρίζω», με έκταση λόγω συνθέσεως. Η αρχική σημασία, ωστόσο, τού β συνθετικού διατηρείται σε ελάχιστα επίθετα στα οποία η σημασία τού α… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”